Dictionary of Greek. 2013.
παιδεμός — και στον Ερωτόκρ., παιδωμός, ο και παιδωμή, η [παιδεύω] 1. τιμωρία, επιβολή ποινής 2. ταλαιπωρία, βάσανο, κακοπάθεια … Dictionary of Greek